αἱματοπότης

αἱματοπότης
αἱματοποτέω
drink blood
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… …   Dictionary of Greek

  • αιματοποτώ — αἱματοποτῶ ( έω) (Μ) [αἱματοπότης] πίνω, ρουφώ αίμα, αιμοποτώ …   Dictionary of Greek

  • αιματοπώτης — αἱματοπώτης, ο (θηλ. ῶτις) (Α) βλ. αιματοπότης …   Dictionary of Greek

  • αιμοπότης — ο (Α αἱμοπότης) ο αιματοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + πότης < πίνω ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αἱμοποσία νεοελλ. αιμοποτώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”